Θέτιδα

Θέτιδα
Θέτις
fem acc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θέτιδα — η το όνομα της μητέρας του ομηρικού Αχιλλέα και σύγχρονο γυναικείο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπιλ(λ)οθέτιδα — και λόγ. τ. τορπιλλοθέτις, ιδος, η, Ν (στρ. ναυτ.) (παλ. όρος) η ναρκοθέτιδα, πολεμικό πλοίο που ποντίζει τις νάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + θέτιδα, θηλ. τού θέτης (< τίθημι), πρβλ. ναρκο θέτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. τορπιλλοθέτις,… …   Dictionary of Greek

  • Тетис ΙΙ (миноносец) — «Тетис II» «Θέτις II» Служба …   Википедия

  • Πηλέας — Μυθικός βασιλιάς της Φθίας, γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού και της Ενδηίδας, και πατέρας του Αχιλλέα. Μετά το φόνο του αδελφού του Φώκου διώχτηκε από την Αίγινα και κατέφυγε στη Θεσσαλία, στον βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα, ο οποίος τον… …   Dictionary of Greek

  • Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) …   Dictionary of Greek

  • αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… …   Dictionary of Greek

  • αγλαόκαρπος — ἀγλαόκαρπος, ον (Α) 1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς 2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών 3. ως επίθ. τής Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγλαός + καρπός] …   Dictionary of Greek

  • κυανοπλόκαμος — κυανοπλόκαμος, ον (Α) (για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιο πλόκαμος, σταχυο πλόκαμος)] …   Dictionary of Greek

  • κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …   Dictionary of Greek

  • ναρκοθέτιδα — και ναρκοθέτις, η ναυτ. το ναρκοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + θέτις (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ιστο θέτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ναρκοθέτις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”